- υπερπόντιος
- -α, -οαυτός που βρίσκεται ή γίνεται σε πολύ μακρινή χώρα, απ' όπου μας χωρίζει θάλασσα (πόντος): Υπερπόντια ταξίδια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ὑπερπόντιος — over the sea masc nom sg ὑπερπόντιος over the sea masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπερπόντιος — α, ο / ὑπερπόντιος, ία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α αυτός που βρίσκεται ή γίνεται πέρα από τη θάλασσα, ιδίως πέρα από τον ωκεανό (α. «υπερπόντιο ταξίδι» β. «υπερπόντιες χώρες» γ. «πόθῳ δ ὑπερποντίας φάσμα δόξει δόμων ἀνάσσειν [τῆς Ἑλένης]», Αισχύλ.)… … Dictionary of Greek
ὑπερπόντιον — ὑπερπόντιος over the sea masc acc sg ὑπερπόντιος over the sea neut nom/voc/acc sg ὑπερπόντιος over the sea masc/fem acc sg ὑπερπόντιος over the sea neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερποντίου — ὑπερπόντιος over the sea masc/neut gen sg ὑπερπόντιος over the sea masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ρεϋνιόν — (Ile de la Rιunion = Νήσος της Ένωσης). Υπερπόντιος νομός της Γαλλικής Δημοκρατίας, αποτελούμενος από το ομώνυμο νησί της συστάδας των Μασκαρένιας· βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του Ινδικού ωκεανού σε νότιο πλάτος 21° και ανατολικό μήκος 55°30’,… … Dictionary of Greek
ὑπερποντίας — ὑπερποντίᾱς , ὑπερπόντιος over the sea fem acc pl ὑπερποντίᾱς , ὑπερπόντιος over the sea fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπόντιος — α, ο (AM διαπόντιος, α, ον) 1. αυτός που προέρχεται από το πέλαγος ή που τό διασχίζει 2. αυτός που βρίσκεται πέρα από τη θάλασσα, ο υπερπόντιος μσν. φρ. «διαπόντια χρήματα» ναυτικό δάνειο … Dictionary of Greek
περαματικός — ή, ον, Μ [πέραμα ατος] ο υπερπόντιος … Dictionary of Greek
υπερ- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση ὑπέρ* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) πάνω, πέρα, έξω, μακριά από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. υπέρ θυρο, υπερ πηδώ, υπερ πόντιος), αλλά… … Dictionary of Greek
Καρολίγγειοι ή Καρολίδες ή Καρλοβιγγειανοί — Ονομασία των εκπροσώπων της δεύτερης γαλλικής δυναστείας, η οποία διαδέχθηκε τη δυναστεία των Μεροβιγγείων και βασίλευσε στη Γαλλία από το 752 έως το 987. Τα παλαιότερα, ιστορικώς εξακριβωμένα μέλη της οικογένειας είναι ο Αρνούλφος, επίσκοπος του … Dictionary of Greek